ἐκχύσεις

ἐκχύσεις
ἔκχυσις
outflow
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔκχυσις
outflow
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • CHYTRAE — apud Ammian. Marcellin. l. 22. de Aegyptiis, Sunt Therma lurtra, quae Chytras indigenae vocant. Nempe profundiora loca paludis, uti πελεκάνια, a pelvis profunditate, sic χυτρίνους et χύτρους dicabant Graeci, ab eadem ratione. Hesych. χυτρῖνοι τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίωση — Η εξαλλοίωση ορισμένων εκρηξιγενών βασικών πετρωμάτων (κυρίως περιδοτικών και γάββρων) και ο σχηματισμός σερπεντίνη από τον ολιβίνη και τους πυρόξενους που περιέχουν. Η σ. οφείλεται κυρίως στην επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων ή και σε μια… …   Dictionary of Greek

  • χαβαϊκός — ή, ό, Ν [Χαβάη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Χαβάη ή προέρχεται από τη Χαβάη 2. φρ. «χαβαϊκός τύπος ηφαιστειακής έκρηξης» γεωλ. μορφή ηφαιστειακής έκρηξης που χαρακτηρίζεται από εκχύσεις ευκίνητης ρευστής βασαλτικής λάβας, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”